- τρυγόνα
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δραδότρυπας.
* * *η / τρυγών, -όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν1. το πτηνό τρυγόνι2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων τού γένους δασυάτις τής οικογένειας δασυατίδες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις δηλητηριώδεις άκανθες τής ουράς τουςνεοελλ.(μόνον ο τ. τρυγόνα)1. το θηλυκό τρυγόνι2. μτφ. θωπευτική προσφώνηση γυναίκαςαρχ.1. άγνωστο είδος ωοτόκου ζώου2. παροιμ. «τρυγόνος λαλίστερος»α) λέγεται για πολύ φλύαρο άνθρωποβ) (κατά το λεξ. Σούδα) «πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλειςἐπὶ τῶν μαχθηρῶς καὶ ἐπιπόνως ζώντων. Καὶ γὰρ ἡ τρυγών, ἐπειδὰν πεινᾷ, τότε μάλιστα ψάλλει».[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματικός τ. σχηματισμένος παρλλ. προς το ρ. τρύζω (βλ. λ. τρύζω) με επίθημα -ών, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. ἀηδ-ών, ἀλκυ-ών). Η λ. τρυγών χρησιμοποιήθηκε και για να δηλώσει ένα είδος ψαριού, κατά μία άποψη λόγω τού χαρακτηριστικού ήχου που παράγει το ψάρι αυτό όταν βγαίνει από το νερό. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το δηλητηριώδες και επικίνδυνο αυτό ψάρι ονομάστηκε έτσι κατ' ευφημισμόν].
Dictionary of Greek. 2013.